ἐπίστημα

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστημα Medium diacritics: ἐπίστημα Low diacritics: επίστημα Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΑ
Transliteration A: epístēma Transliteration B: epistēma Transliteration C: epistima Beta Code: e)pi/sthma

English (LSJ)

Dor. ἐπίσταμα, ατος, τό, (ἐφίστημι)
A anything set up, e.g. monument over a grave, Pl.Lg.958e, Is.Fr.159, IG12(3).87 (Nisyrus, iii B.C.), D.H.2.67; ornament on the prow of ships, D.S.13.3 (nisi leg. ἐπισήμασι).

German (Pape)

[Seite 984] τό, das Daraufgestellte, bes. auf das Grab, Grabstein, Grabdenkmal, λίθινα Plat. Legg. XII, 958 e; D. Hal. 9, 67; bei D. Sic. 13, 3 von Zierrathen der Schiffe.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστημα: ατος τό
1 надгробная колонна, могильная плита Plat.;
2 эпистема (украшение на носовой части корабля) Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστημα: τό, (ἐφίστημι) πᾶν τὸ ἐστημένον ἐπί τινος, ἐπιτάφιος στήλη, Πλάτ. Νόμοι 958Ε, Σουΐδ.· προσέτι, κόσμημά τι πλοίου, Διόδ. 13. 3.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίστημα) εφίστημι
γλυπτό ή σκαλιστό κόσμημα στην πλώρη του πλοίου
αρχ.-μσν.
επιτύμβια στήλη.