ἐπαμβλήδην
From LSJ
English (LSJ)
ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος, Hsch.; cf. ἐπαναβληδόν.
German (Pape)
[Seite 898] u. ἐπαμβληδόν, poet. = ἐπαναβληδόν, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμβλήδην: ἐπαμβληδόν, Ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἐπαναβ-.
Greek Monolingual
ἐπαμβλήδην και ἐπαναβληδόν (Α)
επίρρ.
1. αναριχτά, ριχτά πάνω στους ώμους
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος».