ἐπετειόφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
ἐπετειόφυλλον, deciduous, Id.HP7.11.3.
German (Pape)
[Seite 918] jährlich (frisches) Laub treibend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπετειόφυλλος: -ον, ὁ κατ’ ἔτος ἀποβάλλων τὰ φύλλα αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 3.
Greek Monolingual
ἐπετειόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που κάθε χρόνο χάνει τα φύλλα του και αποκτά νέα, ο φυλλοβόλος.