ἐπιγραφεύς

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγρᾰφεύς Medium diacritics: ἐπιγραφεύς Low diacritics: επιγραφεύς Capitals: ΕΠΙΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: epigrapheús Transliteration B: epigrapheus Transliteration C: epigrafeys Beta Code: e)pigrafeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A inscriber: at Athens, registrar of property, etc. (cf. ἐπιγραφή II.2), Antipho Soph.112, Poll.8.103, AB254, Harp.; prob. for ἐπιγραφῶν in Isoc.17.41.
II. = ζωγράφος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 933] ὁ, Aufschreiber; in Athen bes. – a) der bei der Vermögenssteuer u. bei den trierarchischen Symmorien die Beiträge, u. – b) der den unterworfenen Staaten den Tribut bestimmte, VLL., bes. Harpocr.; vgl. Böckh Staatsh. I S. 168 ff. II, 70, Meier u. Schömann att. Proc. S. 113.

Greek Monolingual

ἐπιγραφεύς, ο (Α) επιγράφω
1. άρχοντας στην Αθήνα που κατέγραφε τα ονόματα καί τις περιουσίες τών πολιτών για τον καθορισμό της φορολογίας
2. αυτός που καθόριζε τον φόρο τών υποτελών πόλεων
3. εκείνος που κατέγραφε τις ποινές στο δικαστήριο
4. ζωγράφος.