ἐπιγραφεύς
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A inscriber: at Athens, registrar of property, etc. (cf. ἐπιγραφή II.2), Antipho Soph.112, Poll.8.103, AB254, Harp.; prob. for ἐπιγραφῶν in Isoc.17.41.
II. = ζωγράφος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 933] ὁ, Aufschreiber; in Athen bes. – a) der bei der Vermögenssteuer u. bei den trierarchischen Symmorien die Beiträge, u. – b) der den unterworfenen Staaten den Tribut bestimmte, VLL., bes. Harpocr.; vgl. Böckh Staatsh. I S. 168 ff. II, 70, Meier u. Schömann att. Proc. S. 113.
Greek Monolingual
ἐπιγραφεύς, ο (Α) επιγράφω
1. άρχοντας στην Αθήνα που κατέγραφε τα ονόματα καί τις περιουσίες τών πολιτών για τον καθορισμό της φορολογίας
2. αυτός που καθόριζε τον φόρο τών υποτελών πόλεων
3. εκείνος που κατέγραφε τις ποινές στο δικαστήριο
4. ζωγράφος.