ἐπιπτύσσομαι

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπτύσσομαι: πτύσσομαι, διπλώνομαι οὕτως ὥστε νὰ καλύπτω τι, τινὶ Ἱππ. 1201Ε· ἐπὶ τῆς ἐπιγλωττίδος, ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10. πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιπτύξαι· ἐπερεῖσαι».