Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπτύσσομαι: πτύσσομαι, διπλώνομαι οὕτως ὥστε νὰ καλύπτω τι, τινὶ Ἱππ. 1201Ε· ἐπὶ τῆς ἐπιγλωττίδος, ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10. πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιπτύξαι· ἐπερεῖσαι».