ἐπισυμφέρω

English (LSJ)

contribute, Theol.Ar.32.

German (Pape)

[Seite 987] (s. φέρω), zugleich mit beitragen, Nicom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμφέρω: φέρω τι σύναμα, μνημονεύεται ἐκ τῆς Νικομάχ. Θεολ. Ἀριθμ.