ἐπισυμφέρω
English (LSJ)
contribute, Theol.Ar.32.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμφέρω: φέρω τι σύναμα, μνημονεύεται ἐκ τῆς Νικομάχ. Θεολ. Ἀριθμ.
contribute, Theol.Ar.32.
ἐπισυμφέρω: φέρω τι σύναμα, μνημονεύεται ἐκ τῆς Νικομάχ. Θεολ. Ἀριθμ.