ἐπιτετηδευμένως
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτηδεύω) deliberately, D.H.Comp. 25; κινεῖσθαι Adam.2.38.
German (Pape)
[Seite 991] mit Fleiß gemacht, genau, D. Hal. C. V. c. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτετηδευμένως: (ἐπιτηδεύω) ἐπιμελῶς, μετ’ ἀκριβείας, οὐκ αὐτοσχεδίως, ἀλλ’ ὡς οἷόν τε μάλιστα ἐπιτετηδευμένως Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· «ἐξεπίτηδες, ἐπιτετηδευμένως» Ἐτυμ. Γουδ. σ. 203, 35.