ἐπιτροχάω
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
=ἐπιτροχάζω, c.dat., ὕδωρ ἐ. ψαμάθοισι A.R.4.1266: c.acc., σάρκα..-τροχόωσα
German (Pape)
[Seite 997] = ἐπιτρέχω, Ap. Rh. 4, 1266; D. Per. 148 u. a. sp. D.; κύματος, Antiphil. 27 (IX, 306).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροχάω: ἐπιτροχάζω, μετ’ αἰτ., ὕδωρ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1266, Διον. Περιηγ. 148· μετὰ γεν., κύματος Ἀνθ. Π. 9. 306· ἀπολ., Διον. Περιηγ. 148. 2) ἐπιτρέχω πρός τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1606· πίπτω, Ἄρατ. 889.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροχάω: (по чему-л.) пробегать, проноситься (κύματος Anth.).