ἐρυσιπελας

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

German (Pape)

[Seite 1037] ατος, τό (ἐρυθρὸς – πέλας, πέλος), eine roth aussehende Hautentzündung oder Geschwulst, Rose, Medic.

Greek Monolingual

το (AM ἐρυσίπελας) λοιμώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από οξεία στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. ανεμοπύρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (II) + θ. πελ- (βλ. λ. πέλμα). Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος, βροντησι-κέραυνος (πρβλ. ερυσίβη)).