ἐφοδεία
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ἡ, (ἐφοδεύω)
A going the rounds, visiting sentries, Plb.6.35.8: pl., Ph.Bel.93.5, Polyaen.7.14.2:—written ἐφοδ-ία, D.S.20.16.
2 making a round of visits, SIG656.26 (Abdera, ii B. C.).
II inspectorate, PTeb.96.2 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1121] ἡ, das Umgehen, um nachzusehen, bes. das Visitiren der Wachtposten, Pol. 6, 35, 8; – die Runde, Patrouille, D. Sic. 20, 16; Polyaen. 7, 14, 2; vgl. noch Pol. 10, 15, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐφοδεία: ἡ
1 обход постов, проверка караулов Polyb.;
2 дозор, патруль Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδεία: ἡ, (ἐφοδεύω) τὸ περιέρχεσθαι, ἐπισκέπτεσθαι τοὺς φρουροὺς, κτλ. Πολύβ. 6. 35, 8. 2) φυλακή, φρούρησις, περιπολία, Wessel, ἐν Διοδ. 20. 16.
Greek Monolingual
η (Α ἐφοδεία και μτγν. και ἐφοδία) εφοδεύω
1. απρόοπτη επίσκεψη, επιθεώρηση φρουρών, έφοδος αξιωματικού για επιθεώρηση φρουράς, κυρίως σε νυκτερινές ώρες
2. φυλακή, φρούρηση, περιπολία
3. γεν. επιθεώρηση.