ἑλκηδόν
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
Adv. by dragging, pulling, ἐμάχοντο πύξ τε καὶ ἑλκηδόν Hes.Sc.302.
Spanish (DGE)
adv. al arrastre, con agarradas μάχοντο πύξ τε καὶ ἑ. Hes.Sc.302.
German (Pape)
[Seite 798] ziehend; πύξ τε καὶ ἑλκηδόν, im Faustkampf u. im Ringen, Hes. Sc. 302.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tirant, en traînant, par violence.
Étymologie: ἑλκέω, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκηδόν: adv. таща, волоча (по земле) (μάχεσθαι πύξ τε καὶ ἑ. Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκηδόν: ἐπίρρ., συρτά, «τραβῶντας», οἱ δ’ ἐμάχοντο πύξ τε καὶ ἑλκηδὸν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302, Ἡρωδιαν. π. μονήρ. λέξ. σ. 25, 16 καὶ Ἐτυμ. Μ. σ. 695, 56.
Greek Monolingual
ἑλκηδόν (Α)
επίρρ. συρτά, τραβηχτά.
Greek Monotonic
ἑλκηδόν: επίρρ., τραβώντας ή συρτά, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
by dragging or pulling, Hes.