ἔγγλυμμα
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural,
A ornamental carvings, IG4.1485.91,96 (Epid.).
2 intaglio, Them.Or.4.62b.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 arq. moldura como elemento de decoración en la piedra τὰ ἐν τῷ ὑπερθύρῳ καὶ καταλοβεῖ ἐγγλύμματα IG 42.103.105, cf. 91, 96 (Epidauro IV a.C.).
2 talla, incisión en un anillo, Them.Or.4.62b.
German (Pape)
[Seite 701] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, Themist. 4 p. 62.
Greek Monolingual
το (AM ἔγγλυμμα)
διακοσμητικό χάραγμα, γλυφή
αρχ.
το χαραγμένο έργο.