ἔνσοφος
From LSJ
English (LSJ)
ἔνσοφον, wise in a thing, Man.4.549: abs., ἔ. ἄνδρες IG14.1020.
Spanish (DGE)
-ον
sabio en c. dat. φῦλα βροτῶν ... ἀκρατέοντι λογισμῷ ἔνσοφα Man.4.549, abs. ἄνδρες IUrb.Rom.126.3 (IV d.C.), γνῶσις Euagr.Pont.Or.M.79.1165C.
German (Pape)
[Seite 852] = simplex, Ep. ad. 191 (App. 164); Man. 4, 549.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sage, savant.
Étymologie: ἐν, σοφός.
Russian (Dvoretsky)
ἔνσοφος: (в чем-л.) мудрый, искусный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνσοφος: -ον, σοφὸς ἔν τινι πράγματι, Ἀνθ. Π. (Παράρτ.) 164, Μανέθων 4. 549.
Greek Monotonic
ἔνσοφος: -ον, σοφός σε κάτι, σε Ανθ.