ἔξυγρος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξυγρος Medium diacritics: ἔξυγρος Low diacritics: έξυγρος Capitals: ΕΞΥΓΡΟΣ
Transliteration A: éxygros Transliteration B: exygros Transliteration C: eksygros Beta Code: e)/cugros

English (LSJ)

ἔξυγρον, watery, liquid, Hp.Acut.(Sp.) 1.

German (Pape)

[Seite 889] ganz feucht, ganz wässerig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξυγρος: -ον, ὑδαρής, τά τε ὑποχωρήματα ἔξυγρα καὶ ὠχρὰ γίνεται Ἱππ. 396. 14.

Greek Monolingual

ἔξυγρος, -ον (Α)
υδαρής («τὰ ὑποχωρήματα [τα περιττώματα] ἔξυγρα καὶ ὠχρὰ γίνεται»).