ἔοργα
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ας, ε, poet. pf. of ἔρδω, Il.3.57, al., Hecat.6J., Hdt.3.127; 3pl. ἔοργαν for ἐόργασιν, Batr.179; part. ἐοργώς Il.9.320, Od.22.318: Ion. 3sg. plpf. ἐόργεε Hdt.1.127.
German (Pape)
[Seite 892] perf. zu ἔρδω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. ἔρδω.
Russian (Dvoretsky)
ἔοργα: эп. pf. 2 к ἔρδω (эп. 3 л. pl. ἔοργαν, эп. part. ἐοργώς; ион. 3 л. sing. ppf. ἐόργεε).
Greek (Liddell-Scott)
ἔοργα: ας, ε, ποιητ. πρκμ. τοῦ ἔρδω, Ἰλ. Ι. 320, Ὀδ. Χ. 318· γ΄ πληθ. ἔοργαν ἀντὶ ἐόργασιν, Βατραχομυομ. 178: μετοχ. ἐοργὼς Ὅμ.: Ἰων. γ΄ ἑνικ. τοῦ ὑπερσυντελ. ἐόργεε Ἡρόδ. 1. 127.
Greek Monotonic
ἔοργα: Επικ. παρακ. του ἔρδω· Ιων. γʹ ενικ. υπερσ. ἐόργεε.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔρδω.
Frisk Etymology German
ἔοργα: {éorga}
Grammar: v. Perf.
See also: von ἔρδω s. d.
Page 1,531