ἔπλε

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπλε Medium diacritics: ἔπλε Low diacritics: έπλε Capitals: ΕΠΛΕ
Transliteration A: éple Transliteration B: eple Transliteration C: eple Beta Code: e)/ple

English (LSJ)

for ἔπελε, impf. Act. of πέλω: ἔπλεο, ἔπλευ, ἔπλετο, aor.Med. of πέλω.

German (Pape)

[Seite 1006] aor. von πέλω, eben so ἔπλεο, ἔπλετο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. impf. épq. de πέλω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπλε: эп. (syncop. = ἔπελε) 3 л. sing. aor. 2 act. к πέλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπλε: συγκεκομμένον ἀντὶ ἔπελε, ἀόρ. β΄ ἐνεργ. τοῦ πέλω: ἔπλεο, ἔπλευ, ἔπλετο, συγκεκομμένα ἀντὶ τῶν ἐπέλεο, ἐπέλου, ἐπέλετο, παρατ. μέσ.

English (Autenrieth)

see πέλω.

Greek Monotonic

ἔπλε: συγκοπτ. αντί ἔπελε, Ενεργ. αόρ. βʹ του πέλω· ἔπλεο ή ἔπλευ, ἔπλετο, συγκοπτ. αντί ἐπέλεο, ἐπέλου, ἐπέλετο, βʹ και γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ.