ἔσκαμμαι

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

French (Bailly abrégé)

v. σκάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔσκαμμαι: pf. к σχάπτω.