ἔχθαρ

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχθαρ Medium diacritics: ἔχθαρ Low diacritics: έχθαρ Capitals: ΕΧΘΑΡ
Transliteration A: échthar Transliteration B: echthar Transliteration C: echthar Beta Code: e)/xqar

English (LSJ)

τό, = ἔχθος, Theognost.Can.79.

Greek Monolingual

ἔχθαρ, τὸ (Μ)
έχθος, μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. μεταπλασμένος τ. του έχθος «μίσος» κατά τα ουδ. εις -αρ (πρβλ. νέκταρ, πίαρ)].