εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
2ᵉ sg. sbj. prés. poét. de ἔχω.
see ἔχω.
ἔχῃσθα: Επικ. βʹ ενικ. υποτ. του ἔχω.
ἔχῃσθα: эп. 2 л. sing. praes. conjct. к ἔχω.