ἔϊκτον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἐΐκτην, ἔϊκτο, v. ἔοικα.
Spanish (DGE)
v. ἔοικα.
French (Bailly abrégé)
duel pf. Act. de *εἴκω¹.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἔϊκτον: эп. dual. pf. к *εἴκω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἔϊκτον: ἐΐκτην, ἔϊκτο, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔοικα.
Greek Monotonic
ἔϊκτον: ἐΐκτην, γʹ δυϊκ. παρακ. και παρατ. του ἔοικα· — ἔϊκτο, γʹ ενικ. υπερσ.