Ἐνάρεες
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
or Ἐναρέες (Ἐνάριες v.l. in Hdt.4.67, Ἀναριεῖς prob. in Hp.Aër.22), οἱ, prob. a Scythian word, = ἀνδρόγυνοι, Hdt.1.105, 4.67, cf. Hp. l.c.
Spanish (DGE)
-έων, οἱ
• Alolema(s): Ἀναριεῖς Hp.Aër.22
Enareos pueblo escita que practicaba la adivinación, también conocido por la impotencia de sus hombres, de donde su denominación como ἀνδρόγυνοι o εὔνουχοι Hdt.1.105, 4.67, Hp.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐνάρεες: (ἄλλως -αρέες) ἢ Ἐνάριες, οἱ, πιθ. Σκυθικὴ λέξις ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν Ἑλληνικήν, ἀνδρόγυνοι, συμμορία Σκυθῶν, ὑφ’ ὧν ἐσυλήθη τὸ ἐν Ἀσκάλωνι τῆς Συρίας ἱερὸν τῆς Οὐρανίας Ἀφροδίτης, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐτιμωρήθησαν ὑπ’ αὐτῆς διὰ θηλείας νόσου, Ἡρόδ. 1. 105· ἐβεβαίουν δὲ οἱ νοσοῦντες τὴν νόσον ταύτην, ὅτι ἡ θεὰ πρὸς ἀποζημίωσιν ἐδωρήσατο αὐτοῖς τὴν δύναμιν τοῦ μαντεύεσθαι, καὶ ἐμαντεύοντο ἐν φλοιῷ φιλύρας (ὁ αὐτ. 4. 67). Τοιοῦτόν τι συνέβη καὶ εἰς τὸν Τειρεσίαν· ὁ Ἱππ. ἐν τῷ π. Ἀέρ. 293 κἑξ. καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους τούτους ἀνανδριεῖς καὶ περιγράφει λεπτομερῶς τὴν νόσον αὐτῶν· οὕτω δέ ὁ Ἀριστ. (Ἠθ. Ν. 7. 7, 6) ἀποδίδει εἰς τοὺς βασιλεῖς τῶν Σκυθῶν μαλακίαν.