ἠκριβωμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀκριβόω, exactly, Aristeas 310, Eust.1406.29 (ed. Rom.).
German (Pape)
[Seite 1158] adv. zu perf. pass. von ἀκριβόω, genau, mit Sorgfalt, Sp.
Greek Monolingual
ἠκριβωμένως (AM)
με ακρίβεια, ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηκριβωμένος του ρ. ακριβούμαι].