ἠχέεις
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
ἠχέεσσα, ἠχέεν, poet. for ἠχήεις, restored for ἠχήεντα in Archil. 74.8, cf. Hdn.Gr.2.925.
German (Pape)
[Seite 1179] p. = ἠχήεις, Archil. bei Stob. flor. 110, 10, nach Em., vgl. Hdn. περὶ μον. λ. p. 14, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχέεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ ἠχήεις, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 14. 17, ἀποκατασταθὲν ἐν Ἀρχιλ. 69, ἀντὶ ἠχήεντα.