ἡμεράλωψ
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, ἡ, hemeralops. Opposite nyctalops.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεράλωψ: ὁ, ἡ, ἀντιθ. νυκτάλωψ, ὃ ἴδε, Γαλην. Εἰσαγ. 768.
Greek Monolingual
ο, η (Α ημεράλωψ)
αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + παρέκταση -αλ- κατ' αναλογία προς το νυκτ-άλ-ωψ + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)].