ἧσται

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. de ἧμαι.

Greek Monotonic

ἧσται: γʹ ενικ. του ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἧσται: 3 л. sing. к ἧμαι.