ἰκριόω
From LSJ
English (LSJ)
A erect scaffolding, IG12.371.22, 374.74 (ἱκ-).
II furnish with benches, θέατρον D.C.43.22:—Pass., ib.59.7.
German (Pape)
[Seite 1249] ein Gerüst von Holz errichten, θέατρον, von Holz bauen, D. C. 43, 22. 59, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκριόω: ἑδωλιάζω, θέατρόν τι κυνηγετικὸν ἰκριώσας, κατασκευάσας αὐτὸ ἐν εἴδει ἰκριώματος μετὰ καθισμάτων ἐκ σανίδων, Δίων Κ. 43. 22. - Παθ., αὐτόθι 59. 7.