ἰσοευρής
From LSJ
English (LSJ)
ἰσοευρές, equal in breadth, Phot.
German (Pape)
[Seite 1264] ές, gleich breit, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοευρής: -ές, ἴσος κατὰ τὸ εὖρος, Φώτ.
Greek Monolingual
ἰσοευρής, -ές (Α)
ο ίσος κατά το πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + εὖρος].