εὖρος

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὖρος Medium diacritics: εὖρος Low diacritics: εύρος Capitals: ΕΥΡΟΣ
Transliteration A: eûros Transliteration B: euros Transliteration C: eyros Beta Code: eu)=ros

English (LSJ)

εος, τό, breadth, width, mostly abs., εὖρος in breadth, opp. μῆκος or ὕψος, Od.11.312, Hdt.1.93,178, al.; ποταμὸς εὖρος πλέθρου X.An.1.4.4 (τὰ εὖρος πλέθρου ib.1.4.9); εἰς εὖρος E.Cyc.390; ἐν εὔρει A.Th.763 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] τό, die Breite, Od. 11, 311; Aesch. Spt. 263; in Prosa, gew. bei Maaßbestimmungen absolut, τάφρος τὸ μὲν εὖρος ὀργυιαὶ πέντε Xen. An. 1, 7, 14; τεῖχος τὸ εὖρος πεντήκοντα ποδῶν 3, 4, 11; ποταμὸς ὢν τὸ εὖρος πλέθρου 1, 4, 9; ὁ τοῖχος ἦν ἐπὶ ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος 7, 8, 14; oft auch ohne Artikel, ποταμὸς εὖρος πλέθρου 1, 4, 4; εἰς εὖρος τριῶν πήχεων Eur. Cycl. 389. ὁ (wahrscheinlich von ἠώς, ἕως, Morgenwind, im Ggstze zum ζέφυρος, von ζόφος, nach Andern von αὔρα, vgl. Butim. Lexil. Ip. 120), der Ost-, oder genauer Südostwind, lat. Eurus, Volturnus, Il. 2, 145 u. Folgde. Nach Arist. mund. 4 εὖροι οἱ ἀπὸ ἀνατολῆς συνεχεῖς πνέοντες ἄνεμοι, u. nachher genauer ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολὰς τόπου; daher Meteorl. 2, 6 γειτνιῶν τῷ νότῳ. Vgl noch ἀπηλιώτης u. καικίας.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
largeur.
Étymologie: cf. εὐρύς.

English (Autenrieth)

εος (εὐρύς): breadth, width, Od. 11.312†.

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ εὖρος)
ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εὗσ-ρος (< εὕω «αποξηραίνω»). Η ψίλωση της λ. εύρος πιθ. αναλογικώς προς τη λ. αύρα].
(II)
το (ΑΜ εὖρος, -ους)
η απόσταση μεταξύ τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το πλάτος
νεοελλ.
1. μαθ. η απόσταση δύο ορίων μεταξύ τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας
2. αστρον. το συμπλήρωμα του αζιμουθίου ενός αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του
3. φρ. α) (στη γεωμετρία) «εύρος τόξου» — η απόσταση μεταξύ τών δύο άκρων του τόξου
β) αστρον. «εύρος αστέρος» — το συμπλήρωμα του αζιμουθίου»
αρχ.
«εὖρος» και «ἐν εὔρει» και «εἰς εὖρος» — κατά πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευρύς].

Greek Monotonic

εὖρος: τό, πλάτος, φάρδος, απόλ., εὖρος, κατά πλάτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, τὸ εὖρος, σε Ξεν.· εἰς εὖρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὖρος:
I εος τό ширина, широта Hom.: (τὸ) εὖ. Xen., εἰς εὖ. Eur. или ἐν εὔρει Aesch. в ширину.
II ὁ эвр, восточно-юго-восточный ветер Hom., Arst.

Middle Liddell

breadth, width, absol., εὖρος in breadth, Od., Hdt., etc.; so, τὸ εὖρος Xen.; εἰς εὖρος Eur.

English (Woodhouse)

breadth, width

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)