ἱεραγωγός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ἱεραγωγόν, carrying offerings, μύσται Hedyl. ap. Ath.11.497d; ναῦς Plb.31.12.11; ἄνδρες D.H.16.3: as substantive, Inscr.Délos 291b8 (iii B.C.), IG12(1).1035 (Carpathos), 12(8).190.45 (Samothrace).
German (Pape)
[Seite 1240] Opfer, heilige Geräte führend; ναῦς Pol. 31, 20, 11; μύσται Hedyl. bei Ath. XI, 497 d.
Russian (Dvoretsky)
ἱερᾰγωγός: везущий священные предметы (жертвенные дары, ритуальную утварь) (ναῦς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾰγωγός: -όν, ὁ φέρων ἱερά, δηλ. ἱερὰ σκεύη ἢ θύματα κτλ., μύσταις... ἱεραγωγοῖς Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 497D· ναῦς Πολύβ. 31. 20, 11.
Greek Monolingual
ἱεραγωγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη ή ζώα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + αγωγός].