ἱμέρα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, old collat. form of ἡμέρα, acc. to Pl.Cra.418c, 418d.
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, nach Plat. Crat. 418 c = ἡμέρα (etymologisirend).
Russian (Dvoretsky)
ἱμέρα: ἡ предмет желаний (выдуманное слово, от которого, якобы, происходит ἡμέρα) Plat. Crat. 418 c-d.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμέρα: ἡ, ἀρχαῖος τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἡμέρα, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 418C, D.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἱμέρα)
νεοελλ.
λεπιδόπτερο της οικογένειας γεωμετρίδες
αρχ.
ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. ημέρα].