ἱπποτροφικός

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτροφικός Medium diacritics: ἱπποτροφικός Low diacritics: ιπποτροφικός Capitals: ΙΠΠΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: hippotrophikós Transliteration B: hippotrophikos Transliteration C: ippotrofikos Beta Code: i(ppotrofiko/s

English (LSJ)

ἱπποτροφική, ἱπποτροφικόν, of horse-keeping or for horse-keeping: ἱπποτροφικόν, τό, allowance made to ἱπποτρόφοι, PTheb.Bank6.8 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτροφικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱπποτρόφον· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), = ἱπποτροφία, Κλήμ. Ἀλ. 338.

Greek Monolingual

ἱπποτροφικός, -ή, -όν (ΑΜ) ιπποτρόφος
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιπποτρόφο
αρχ.
1. πάπ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱπποτροφικόν
μερίδα που δινόταν σε ιπποτρόφους
2. το θηλ. ως ουσ.ἱπποτροφική
η ιπποτροφία, το σύνολο τών γνώσεων για τη διατροφή, ανάπτυξη και άσκηση ίππων.