ὀκτωκαιδεκαέτης

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτωκαιδεκαέτης Medium diacritics: ὀκτωκαιδεκαέτης Low diacritics: οκτωκαιδεκαέτης Capitals: ΟΚΤΩΚΑΙΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: oktōkaidekaétēs Transliteration B: oktōkaidekaetēs Transliteration C: oktokaidekaetis Beta Code: o)ktwkaidekae/ths

English (LSJ)

ὀκτωκαιδεκαέτες, later form of ὀκτωκαιδεκέτης, Luc. DMort.27.7, etc.:—fem. ὀκτωκαιδεκαέτις, ιδος, Id.Tox.24, DMeretr.8.2.

German (Pape)

[Seite 317] ες, achtzehnjährig; Luc. Mort. D. 27, 7; D. L. 10, 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a 18 ans.
Étymologie: ὀκτωκαίδεκα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτωκαιδεκαέτης: восемнадцатилетний Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτωκαιδεκαέτης: -ες, μεταγεν. τύπος τοῦ οκτωκαιδεκέτης, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. Φρύνιχ. 408· ― θηλ. -έτις, -ιδος. Λουκ. Τόξ. 24, Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2.

Greek Monolingual

ὀκτωκαιδεκαέτης, -ες, θηλ. και ὀκτωκαιδεκαέτις (Α)
οκτωκαιδεκέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + -έτης (< ἔτος), πρβλ. εξαέτης].

Greek Monotonic

ὀκτωκαιδεκαέτης: -ες (ἔτος), = ὀκτωκαιδεκέτης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀκτωκαιδεκα-έτης, ες ἔτος = ὀκτωκαιδεκέτης, Luc.]