ὀκτωκαιδεκαέτης
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ὀκτωκαιδεκαέτες, later form of ὀκτωκαιδεκέτης, Luc. DMort.27.7, etc.:—fem. ὀκτωκαιδεκαέτις, ιδος, Id.Tox.24, DMeretr.8.2.
German (Pape)
[Seite 317] ες, achtzehnjährig; Luc. Mort. D. 27, 7; D. L. 10, 1 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a 18 ans.
Étymologie: ὀκτωκαίδεκα, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτωκαιδεκαέτης: восемнадцатилетний Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτωκαιδεκαέτης: -ες, μεταγεν. τύπος τοῦ οκτωκαιδεκέτης, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. Φρύνιχ. 408· ― θηλ. -έτις, -ιδος. Λουκ. Τόξ. 24, Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2.
Greek Monolingual
ὀκτωκαιδεκαέτης, -ες, θηλ. και ὀκτωκαιδεκαέτις (Α)
οκτωκαιδεκέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + -έτης (< ἔτος), πρβλ. εξαέτης].
Greek Monotonic
ὀκτωκαιδεκαέτης: -ες (ἔτος), = ὀκτωκαιδεκέτης, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὀκτωκαιδεκα-έτης, ες ἔτος = ὀκτωκαιδεκέτης, Luc.]