ὀλιγόθερμος

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόθερμος Medium diacritics: ὀλιγόθερμος Low diacritics: ολιγόθερμος Capitals: ΟΛΙΓΟΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: oligóthermos Transliteration B: oligothermos Transliteration C: oligothermos Beta Code: o)ligo/qermos

English (LSJ)

ὀλιγόθερμον, having little heat, of cold-blooded animals, Arist.PA652b25, GA718b37, al.; of the spleen, Id.PA670b7, etc.

German (Pape)

[Seite 320] von wenig Wärme, Arist. part. an. 2, 7.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόθερμος: содержащий мало тепла (διὰ τὴν ἀναιμίαν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόθερμος: -ον, ὁ ὀλίγην θερμότητα ἔχων, ἐπὶ ψυχροαίμων ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 8, π. Ζ. Γεν. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ σπληνός, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 15, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόθερμος, -ον)
(συν. για ζώα) αυτός που έχει λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασίαμαλακόδερμα γ' οὖν γεννῶσι, διὰ γὰρ τὸ εἶναι ὀλιγόθερμα, οὖ ξηραίνει αὐτῶν ἡ φύσις τὸ ἔσχατον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -θερμός (< θέρμη), πρβλ. πολύθερμος].