πολύθερμος
From LSJ
English (LSJ)
πολύθερμον, very hot, τοῦ σώματος κρᾶσις Plu.Alex.4, cf. Heliod. ap. Orib. 49.8.11, Gal.17(2).201, Theo Sm.p.187 H.
German (Pape)
[Seite 663] sehr warm od. heiß, Plut. Alex. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très chaud.
Étymologie: πολύς, θερμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθερμος -ον [πολύς, θερμός] heel heet.
Russian (Dvoretsky)
πολύθερμος: очень теплый, горячий (τοῦ σώματος κρᾶσις Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θερμός (< θέρμη), πρβλ. ολιγόθερμος].
Greek Monotonic
πολύθερμος: -ον, πολύ θερμός ή καυτός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθερμος: -ον, λίαν θερμός, ζεστός, Πλούτ. Ἀλέξ. 4, Γαλην.