ὀξυδερκικός
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὀξυδερκική, ὀξυδερκικόν, making the sight sharp, as L. Dind. for ὀξυδερκιῶν in Antyll. ap. Orib.10.23.29 (ὀξυδορκικῶν Dar.); -δερκικοῖς (and -δορκικοῖς) v.l. for -δερκέσι in Dsc.2.163.
German (Pape)
[Seite 352] ή, όν, gut zum scharfen Sehen, das Gesicht schärfend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠδερκικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τὴν ὅρασιν ὀξεῖαν, παρέχων ὀξυδέρκειαν, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ ὀξυδερκιῶν ἐν Matth. Med. σ. 320.
Greek Monolingual
ὀξυδερκικός και ὀξυδορκικός, -ή, -όν (ΑΜ) οξυδερκής
αυτός που οξύνει την όραση, που παρέχει οξυδέρκεια («ὀξυδερκικὰ κολλύρια»).