ὀξυδερκικός

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυδερκικός Medium diacritics: ὀξυδερκικός Low diacritics: οξυδερκικός Capitals: ΟΞΥΔΕΡΚΙΚΟΣ
Transliteration A: oxyderkikós Transliteration B: oxyderkikos Transliteration C: oksyderkikos Beta Code: o)cuderkiko/s

English (LSJ)

ὀξυδερκική, ὀξυδερκικόν, making the sight sharp, as L. Dind. for ὀξυδερκιῶν in Antyll. ap. Orib.10.23.29 (ὀξυδορκικῶν Dar.); -δερκικοῖς (and -δορκικοῖς) v.l. for -δερκέσι in Dsc.2.163.

German (Pape)

[Seite 352] ή, όν, gut zum scharfen Sehen, das Gesicht schärfend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠδερκικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τὴν ὅρασιν ὀξεῖαν, παρέχων ὀξυδέρκειαν, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ ὀξυδερκιῶν ἐν Matth. Med. σ. 320.

Greek Monolingual

ὀξυδερκικός και ὀξυδορκικός, -ή, -όν (ΑΜ) οξυδερκής
αυτός που οξύνει την όραση, που παρέχει οξυδέρκεια («ὀξυδερκικὰ κολλύρια»).