ὀξωτός
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ὀξωτή, ὀξωτόν, (as if from ὀξόω) pickled, Ar.Fr.130.
German (Pape)
[Seite 355] mit Essig bereitet, Ar. bei Poll. 6, 69.
Russian (Dvoretsky)
ὀξωτός: приготовленный с уксусом, маринованный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξωτός: -ή, -όν, (ὡς ἐκ ῥήμ. ὀξόω), εἰς ὄξος βεβλημένος, «ξιδᾶτος», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180.
Greek Monolingual
ὀξωτός, -ή, -όν (Α) όξος
(για φαγητά) ξιδάτος.