ὀπέων
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
later Ionic for ὀπάων.
German (Pape)
[Seite 356] ωνος, ὁ, ion. = ὀπάων, Her. 9, 50. 51.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὀπάων.
Russian (Dvoretsky)
ὀπέων: ονος ὁ и ἡ ион. = ὀπάων.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπέων: ἴδε ὀπάων.
Greek Monolingual
ὀπέων, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. οπάων.
Greek Monotonic
ὀπέων: Επικ. αντί ὀπάων.