ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: ὀρεικός | Medium diacritics: ὀρεικός | Low diacritics: ορεικός | Capitals: ΟΡΕΙΚΟΣ |
Transliteration A: oreikós | Transliteration B: oreikos | Transliteration C: oreikos | Beta Code: o)reiko/s |
ὀρεική, ὀρεικόν, v. ὀρικός.
[Seite 371] von Maulthieren, ὀρεύς, dazu gehörig, ζεῦγος, ein Maulthiergespann; Sp., für ὀρικός.
ὀρεικός: -ή, -όν, ἴδε ὀρικός,
ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
βλ. ορικός.