Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
Full diacritics: ὀρρόβηλος | Medium diacritics: ὀρρόβηλος | Low diacritics: ορρόβηλος | Capitals: ΟΡΡΟΒΗΛΟΣ |
Transliteration A: orróbēlos | Transliteration B: orrobēlos | Transliteration C: orrovilos | Beta Code: o)rro/bhlos |
ὁδός, Ἰταλιῶται, Hsch. (Leg. ὀδός 'threshold', cf. οὐδός as Glossaria on βηλός and βατήρ, Id., AB224.)
ὀρρόβηλος: «ὁδός. Ἰταλιῶται» Ἡσύχ.
ὀρρόβηλος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁδός, Ἰταλιῶται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος + βηλός «οδός, κατώφλι»].