ὀρόγυια
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ἡ, = ὄργυια, Pi.P.4.228, Ar.Fr.942; gen. pl. ὀρογυῶν IG22.1693.
German (Pape)
[Seite 385] ἡ, poet. = ὀργυιά, Pind. P. 4, 228.
Russian (Dvoretsky)
ὀρόγυια: ἡ Pind., Arph. = ὄργυια.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρόγυια: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὀργυιά, Πινδ. Π. 4. 406, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 661.
English (Slater)
ὀρόγυια fathom ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (Hermann: ὄργυιαν codd.: sc. Ἰάσων) (P. 4.228)
Greek Monolingual
ὀρόγυια, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) οργυιά.
Greek Monotonic
ὀρόγυια: ἡ, ποιητ. αντί ὀργυιά.
Middle Liddell
poet. for ὀργυιά.