Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Full diacritics: ὀσκάπτω | Medium diacritics: ὀσκάπτω | Low diacritics: οσκάπτω | Capitals: ΟΣΚΑΠΤΩ |
Transliteration A: oskáptō | Transliteration B: oskaptō | Transliteration C: oskapto | Beta Code: o)ska/ptw |
ἀνασκάπτω, Hsch. (Prob. Aeol. = ὀ (ν) σκ-.)
[Seite 395] nach Hesych. = σκάπτω.
ὀσκάπτω: ἴδε Οο. ΙΙ. 1.
ὀσκάπτω και, πιθ. αιολ. τ. ὀ(ν-) σκάπτω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀνασκάπτω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀ(ν)σκάπτω, αιολ. τ. αντί ἀνασκάπτω.