ὀσπριοπώλης

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσπριοπώλης Medium diacritics: ὀσπριοπώλης Low diacritics: οσπριοπώλης Capitals: ΟΣΠΡΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: ospriopṓlēs Transliteration B: ospriopōlēs Transliteration C: ospriopolis Beta Code: o)spriopw/lhs

English (LSJ)

ὀσπριοπώλου, ὁ, one who deals in pulse, IG22.1558.67: fem. -πωλις, ιδος, Sch.Ar.Pl.427.

German (Pape)

[Seite 397] ὁ, Hülsenfruchthändler.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσπριοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὄσπρια, Γλωσσ.: - θηλ. ὀσπριόπωλις, -ιδος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 427. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

Greek Monolingual

ὀσπριοπώλης, ο, θηλ. ὀσπριόπωλις (Α)
πωλητής οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. σιτοπώλης.