ὀσπριοπώλης
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
ὀσπριοπώλου, ὁ, one who deals in pulse, IG22.1558.67: fem. -πωλις, ιδος, Sch.Ar.Pl.427.
German (Pape)
[Seite 397] ὁ, Hülsenfruchthändler.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσπριοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὄσπρια, Γλωσσ.: - θηλ. ὀσπριόπωλις, -ιδος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 427. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
Greek Monolingual
ὀσπριοπώλης, ο, θηλ. ὀσπριόπωλις (Α)
πωλητής οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. σιτοπώλης.