ὀστοκόραξ
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, = ὀστοκατεάκτης, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 400] ακος, ὁ, Knochenrabe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοκόραξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ θαλάσσιος ἀετός, ὀστοκατάκτης, Λατ. ossifragus, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀστοκόραξ, -ακος, ὁ (Α)
ο οστοκατεάκτης.