ὀφιόδηκτος
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
ὀφιόδηκτον, bitten by a serpent, LXX Si.12.13, Gal.14.300, Hippiatr.86, Sch.Il.2.722, etc.
German (Pape)
[Seite 426] von einer Schlange gebissen, Schol. Il. 2, 721 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιόδηκτος: -ον, ὁ δηχθεὶς ὑπὸ ὄφεως, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΒ΄, 17), Σχὸλ. εἰς Ἰλ. Β. 722, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀφιόδηκτος, -ον Μ και οφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., οφεώδηκτος, -ον)
αυτός που δαγκώθηκε από φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος / -εως + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιόδηκτος].