ὁλομάδιστος

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλομάδιστος Medium diacritics: ὁλομάδιστος Low diacritics: ολομάδιστος Capitals: ΟΛΟΜΑΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: holomádistos Transliteration B: holomadistos Transliteration C: olomadistos Beta Code: o(loma/distos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, completely bald, Cyran.77.

Greek Monolingual

ὁλομάδιστος, -ον (Α)
τελείως μαδημένος, εντελώς φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + μαδίζω.