ὁπλικός
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
ὁπλική, ὁπλικόν, pertaining to arms, Vett.Val.17.3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὁπλικός, -ή, -όν) όπλον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όπλα
νεοελλ.
φρ. «οπλικό σύστημα» — πολύπλοκο όπλο ή συνδυασμός όπλων, που βάλλει μεγάλα βλήματα διαφόρου προορισμού και ελέγχεται και πυροδοτείται, συνήθως, με ηλεκτρονικά μέσα.