ὑγιότης
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
-ητος, ἡ, soundness: in Logic, S.E.M.8.118.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, Gesundheit, Sext. Emp. adv. log. 2, 118.
Russian (Dvoretsky)
ὑγιότης: ητος ἡ здравость, правильность (τοῦ ἀξιώματος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιότης: -ητος, ἡ, τὸ ὑγιῶς ἢ ὀρθῶς ἔχειν, ὀρθότης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 118.