ὑλομήτρα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλομήτρα Medium diacritics: ὑλομήτρα Low diacritics: υλομήτρα Capitals: ΥΛΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: hylomḗtra Transliteration B: hylomētra Transliteration C: ylomitra Beta Code: u(lomh/tra

English (LSJ)

εἶδος σκώληκος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, ein Holzwurm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλομήτρα: ἡ, εἶδος σκώληκος τῶν ξύλων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος σκώληκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + μήτρα (πρβλ. λωτομήτρα)].