ὑμνητήριος
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
German (Pape)
[Seite 1178] = ὑμνητικός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητήριος: -ον, = ὑμνητικός, Εὐδοκία ἐν Villoison Ἑλλ. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 122, κλπ.