ὑπεκσώζω
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
German (Pape)
[Seite 1186] (s. σώζω), daraus heimlich oder unvermerkt retten, φίλους δ' ὑπεκσώζοιεν ἐναλίων πόρων Aesch. Pers. 445.
Greek Monolingual
Α
σώζω κάποιον αποσύροντάς τον μακριά από κάτι («φίλους δ' ὑπεκσῴζοιεν ἐναλίων πόρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκσῴζω «διασώζω, διατηρώ σε ασφάλεια κάποιον ή κάτι»].
Middle Liddell
fut. σω
to save by drawing away from, Aesch.: absol., αὐτὸν ὑπεξεσάωσεν (epic for -έσωσεν) Il.